στειρώσεις

στειρώσεις
στείρωσις
barrenness
fem nom/voc pl (attic epic)
στείρωσις
barrenness
fem nom/acc pl (attic)
στειρόω
make barren
aor subj act 2nd sg (epic)
στειρόω
make barren
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γενοκτονία — Ο όρος κατά λέξη σημαίνει εξόντωση μιας εθνικής ομάδας, ενός γένους, και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 στη δίκη της Νυρεμβέργης (αγγλ. genocide), για να χαρακτηρίσει ένα ειδικό έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον μιας φυλής ή εθνικών και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”